• Όμορφες Τοποθεσίες

    Ερευνήστε, βρείτε, ταξιδέψτε σε μέρη ξεχωριστά. Παντού γύρω μας υπάρχουν μέρη με ομορφιές που σας περιμένουν να τις αποκαλύψετε. Μπορεί να είναι χιλιόμετρα μακρυά ή τρία τετράγωνα παρακάτω.

  • Άνθρωποι

    Ανακαλύψτε την ομορφιά που μπορεί να βρίσκεται σε ένα δάκρυ, σε μια κραυγή, σε ένα χαμόγελο. Παρτέ πινέλο και τα την RGB παλέτα σας και ζωγραφίστε πορτραίτα γεμάτα συναίσθημα...

  • Φύση

    Πετάει πετάει ο γαϊδαρος; Μπορεί ο γαΐδαρος να μην πετάει αλλά πετούν τα πουλιά και διάφορα έντομα. Η μαγεία της φύσης προσφέρει εξαιρετικά κάδρα για έναν φωτογράφο είτε πηγάζει από το πέταγμα ενός πουλιού, είτε από την απορημένη μουσούδα του αγαπημένου μας γαϊδαράκου.

  • Στούντιο

    Πολλές φορές τα τεχνικά μέσα και η ηρεμία του studio μας προσφέρουν εξαιρετικά αποτελέσματα. Εργαστείτε μέσα σε αυτό και εκμεταλευτείτε τις δυνατότητες που σας δίνει για να πετύχετε το τέλειο αποτέλεσμα.

  • Φως

    Αν δεν υπήρχε το φώς δεν θα υπήρχε φωτογραφία, δε θα υπήρχαν άνθρωποι, δε θα υπήρχε η γη. Τα όμορφα κόλπα του, μπορούν να σας κάνουν να ασχολείστε ώρες με αυτό αλλά ακόμα και να καταστρέψουν μία φωτογραφία σας. Το φως είναι ο σύμμαχός σας, στηριχτείτε πάνω του αλλά προσέξτε τις κινήσεις του.

Έκθεση  Διάφραγμα × Χρόνος Έκθεσης x Φωτεινότητα Σκηνής



Ο νόμος της αμοιβαιότητας περιγράφει πως η ένταση του φωτός και η διάρκεια συμβάλλουν στο να έχουμε μια έκθεση. Αυτός ορίζει τη σχέση μεταξύ της ταχύτητας κλείστρου και του διαφράγματος, για μια δεδομένη συνολική έκθεση. Οι αλλαγές σε οποιοδήποτε από αυτά τα στοιχεία μετριούνται σε μονάδες που είναι γνωστές ως «στοπ». Ένα στοπ είναι συνάρτηση και των δύο.

Μείωση κατά το ήμισυ της ποσότητας φωτός  μπορεί να επιτευχθεί είτε:

1. Κλείνοντας το διάφραγμα κατά ένα στοπ (από  f/8 σε f/9).

2. Αυξάνοντας την ταχύτητα του κλείστρου κατά μία στάση (από 1/100 σε 1/200).

3. Χαμηλώνοντας το φωτισμό της σκηνής κατά το ήμισυ.

Ομοίως, ο διπλασιασμός της έκθεσης  μπορεί να επιτευχθεί με το αντίθετο μιας από τις ενέργειες αυτές.

Η φωτεινότητα της σκηνής, όπως μετράται από το  φωτόμετρο, επηρεάζει επίσης την έκθεση αναλογικά. Η ποσότητα του φωτός που απαιτείται για τη σωστή έκθεση εξαρτάται από την ταχύτητα του αισθητήρα που έχετε ρυθμίσει. Παίζοντας με τις δύο αυτές τιμές, η ταχύτητα του διαφράγματος ή κλείστρου μπορεί να ρυθμιστεί σε ισάξια στοπ για να δώσει την  κατάλληλη έκθεση. Ταχύτητα 1/100 και f/9 είναι ισάξια έκθεση της 1/200 και f/8.

Το φως ελέγχεται πιο εύκολα μέσω της μεταβολής του διαφράγματος της κάμερας (μέτρο f-stop), αλλά μπορεί επίσης να ρυθμίζεται από την προσαρμογή της ταχύτητας κλείστρου, αλλά δεν την προτείνουμε σε αρχάριους χρήστες. Η χρησιμοποίηση πιο γρήγορης ή πιο αργής ταχύτητας αισθητήρα  δεν είναι συνήθως κάτι που μπορεί να γίνει γρήγορα.


Για παράδειγμα, αρχίζοντας με ένα άνοιγμα του 1 / 60 στο f/16, το βάθος πεδίου θα μπορούσε  να γίνει πιο ρηχό (σε ένα πορτραίτο) με το άνοιγμα του διαφράγματος στο f / 4, μια αύξηση στην έκθεση κατά 4 stop. Για να αντισταθμιστεί, η ταχύτητα του κλείστρου θα πρέπει να αυξηθεί κατά  4 stop, δηλαδή, να προσαρμοστεί ο χρόνος έκθεσης μέχρι 1/1000 (1/60-1/120,1/250,1/500,1/1000 ανάλογα την κάμερα).
 

Ο νόμος της αμοιβαιότητας καθορίζει τη συνολική έκθεση, αλλά η ανταπόκριση του φωτογραφικού υλικού σε μια συγκεκριμένη συνολική έκθεση δεν μπορεί να παραμείνει σταθερή σε συνθήκες πολύ αχνού φωτός, φωτογραφίζοντας έναν έναστρο ουρανό, ή σε  έντονο φως, όπως φωτογραφίζοντας τον ήλιο. Αυτό είναι γνωστό ως σφάλμα αμοιβαιότητας  των υλικών (φιλμ, χαρτιού, ή αισθητήρα).


Ο κανόνας των τρίτων είναι ένας συνθετικός κανόνας της φωτογραφίας. Ο κανόνας ορίζει ότι μια εικόνα πρέπει να την φανταστούμε σαν να  χωρίζεται σε εννέα ίσα μέρη από δύο σε ίση απόσταση μεταξύ τους οριζόντιες γραμμές και δύο σε ίση απόσταση μεταξύ τους κάθετες γραμμές. Όποια σημαντικά για την εικόνα στοιχεία, πρέπει να τοποθετούνται κατά μήκος αυτών των γραμμών ή στις διασταυρώσεις τους. Οι υποστηρικτές της τεχνικής πιστεύουν ότι η ευθυγράμμιση ενός θέματος με αυτά τα σημεία δημιουργεί περισσότερη ένταση, δίνει περισσότερη ενέργεια και ενδιαφέρον στην εικόνα που συνθέτουμε από το απλό κεντράρισμα του θέματος.

Η φωτογραφία στα δεξιά δείχνει την εφαρμογή του κανόνα των τρίτων. Ο ορίζοντας βρίσκεται πάνω στην οριζόντια γραμμή που χωρίζει το κάτω τρίτο της φωτογραφίας από το άνω του μεσαίο τρίτο. Το δέντρο βρίσκεται στο σημείο τομής των δύο γραμμών, που συχνά ονομάζεται δυναμικό σημείο. Τα σημεία ενδιαφέροντος για τη φωτογραφία, δεν χρειάζεται να αγγίζουν οπωσδήποτε μία από αυτές τις γραμμές για να επωφεληθείτε από τον κανόνα των τρίτων. Για παράδειγμα, το λαμπρότερο τμήμα του ουρανού κοντά στον ορίζοντα όπου ο ήλιος δύει δεν εμπίπτει άμεσα σε μια από τις γραμμές, αλλά είναι κοντά στο σημείο τομής τους, αρκετά κοντά για να επωφεληθούμε από τον κανόνα.



Χρησιμοποίηση



Ο κανόνας των τρίτων εφαρμόζεται με την ευθυγράμμιση ενός θέματος με τις γραμμές οδηγούς και τα σημεία τομής τους. Για παράδειγμα τοποθετώντας τον ορίζοντα σε μια από τις οριζόντιες γραμμές ή επιτρέποντας σε γραμμικά χαρακτηριστικά τις εικόνας να τοποθετηθούν από σημείο  σε σημείο σε ευθεία. Ο κύριος λόγος για να χρησιμοποιήσετε των κανόνα των τρίτων είναι για να αποφύγετε την τοποθέτηση του θέματος στο κέντρο, ή να μην χωρίσει ο ορίζοντας της λήψεις σας στη μέση.

Όταν η φωτογραφίζετε ανθρώπους, είναι καλό να βάζετε το σώμα σε μια κάθετη γραμμή και τα μάτια, σ’ έναν οριζόντιο άξονα.


Αν θέλετε να κάνετε μια εικονική βόλτα ή να θυμηθείτε την τελευταία σας επίσκεψη στο Παρίσι, τότε δοκιμάστε το Paris 26 Gigapixels. 2346 φωτογραφίες του Παρισιού δημιουργούν μία 26 gigapixel πανοραμική φωτογραφία. Μια πολύ υψηλής ανάλυσης πανοραμική θέα της γαλλικής πρωτεύουσας (354159x75570 px). Απλά κάντε μιά βουτιά στην εικόνα και επισκεφθείτε το Παρίσι, όπως ποτέ πριν! Εξαιρετική δουλειά με πολλά περιθώρια βελτίωσης φυσικά ακόμα.


Ο όρος νυχτερινή φωτογραφία αναφέρεται σε φωτογραφίες που ελήφθησαν σε εξωτερικούς χώρους μεταξύ του σούρουπου και της αυγής. Τη νύχτα οι φωτογράφοι έχουν γενικά επιλογή μεταξύ της χρησιμοποίησης τεχνητού φωτός και χρησιμοποίησης μιας μεγάλης έκθεσης, εκθέτοντας τη σκηνή για δευτερόλεπτα ή ακόμη και λεπτά, προκειμένου να δώσει στον αισθητήρα αρκετό χρόνο για να συλλάβει μια καθαρή  εικόνα. Με τις  υψηλότερες ευαισθησίες στους νέους αισθητήρες, με τους μεγάλου διαφράγματος φακούς, και την ολοένα μεγαλύτερη ποσότητα  του αστικού φωτισμού γίνεται όλο και πιο εύκολη η λήψη φωτογραφίας με τη χρήση των διαθέσιμων πηγών φωτός.

Τεχνική κι εξοπλισμός

Ο παρακάτω εξοπλισμός είναι ο απολύτως απαραίτητος.
  •  Ένα τρίποδο είναι συνήθως αναγκαία λόγω των μεγάλων χρόνων έκθεσης. Εναλλακτικά, η κάμερα μπορεί να τοποθετηθεί σε μια σταθερή, επίπεδη επιφάνεια  π.χ. ένα τραπέζι ή μια καρέκλα, πεζούλι, περβάζι παραθύρου, κλπ.
  •  Ένα καλώδιο απελευθέρωσης κλείστρου ή ένα τηλεκοντρόλ IR ή ακόμα και ο αυτόματος χρονοδιακόπτης σχεδόν πάντα χρησιμοποιείται για την πρόληψη του κουνήματος της μηχανής όταν το κλείστρο απελευθερώνεται.
  •  Χειροκίνητη εστίαση, δεδομένου ότι τα συστήματα αυτόματης εστίασης συνήθως δεν λειτουργούν καλά σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού. Νεότερες ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές ενσωματώνουν λειτουργία ζωντανής προβολής που συχνά επιτρέπει την πολύ ακριβή χειροκίνητη εστίαση.
  • Ένα χρονόμετρο για την μέτρηση του χρόνου σε περίπτωση που χρησιμοποιηθεί το bulb mode της φωτογραφικής.

Μακροχρόνια έκθεση σε πολλαπλά φλας

Η μακροχρόνια έκθεση σε πολλαπλά flash είναι μια μέθοδος για νύχτα ή χαμηλό φωτισμό στην οποία χρησιμοποιείται μονάδα κινητού φλας για να εκθέσει τα διάφορα μέρη ενός κτηρίου ή εσωτερικού χώρου χρησιμοποιώντας μια μεγάλη έκθεση.
Η τεχνική αυτή συνδυάζεται συχνά με τη χρήση χρωματιστών μεμβρανών στο μπροστινό μέρος της μονάδας φλας για να παρέχουν διαφορετικά χρώματα προκειμένου να φωτιστεί το θέμα με διαφορετικούς τρόπους. Μπορεί επίσης  να αναβοσβήνει η μονάδα αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της έκθεσης ενώ αλλάζουν τα χρώματα των μεμβρανών ώστε να αναμιχθούν τα χρώματα για την τελική εικόνα. Αυτό απαιτεί κάποια επιδεξιότητα και πολλή φαντασία, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να δούμε τα αποτελέσματα έως ότου η έκθεση τερματιστεί. Με τη χρήση αυτής της τεχνικής, ο φωτογράφος μπορεί να φωτίσει συγκεκριμένα τμήματα του θέματος με διάφορα χρώματα που δημιουργούν σκιές η οποίες κανονικά δεν θα ήταν δυνατόν να φανούν.

Lightpainting

Το κλείστρο  της κάμερας ανοίγει. Ένα πρόσωπο που φέρει έναν φωτιστικό μέσο περιφέρεται στη σκηνή και  το χρησιμοποιεί για να φωτίσει όλα τα επιθυμητά αντικείμενα
στη σκηνή, αφού τελειώσει το διάφραγμα κλείνει. Το αποτέλεσμα είναι μια φωτεινή σκηνή που χαρακτηρίζεται από  πολλά ίχνη ορατού φωτός. Το πρόσωπο του ανθρώπου που φωτίζει δεν είναι ορατό στη φωτογραφία.



Η νυχτερινή φωτογραφία προσφέρει πολλές συγκινήσεις και απαιτεί πολύ περισσότερη φαντασία. Μπορεί να σας εθίσει και να μην ξαναζητήσετε το φως της μέρας. Καλή τύχη και αναμείνατε για επόμενα άρθρα.


Στην οπτική, ιδίως όσον αφορά το φιλμ και τη φωτογραφία, το βάθος πεδίου (DOF-Depth Of Field)  είναι το τμήμα μιας σκηνής που είναι ευκρινές στην εικόνα. Αν  ένας φακός μπορεί να εστιάσει με ακρίβεια σε μία απόσταση, η μείωση στην ευκρίνεια είναι εμφανής σε κάθε πλευρά του DOF, έτσι ώστε ανάμεσα στο DOF το θόλωμα είναι ανεπαίσθητο υπό κανονικές οπτικές συνθήκες.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως παραδείγματος χάρη τα τοπία,  μπορεί να είναι επιθυμητό  ολόκληρη η εικόνα να είναι ευκρινής, έτσι ένα μεγάλο DOF είναι ενδεδειγμένο. Σε άλλες περιπτώσεις, το μικρό DOF μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικό, τονίζοντας το θέμα και μειώνοντας την  έμφαση στο προσκήνιο και το υπόβαθρο. Στη φωτογραφία, ένα μεγάλο DOF λέγεται συχνά βαθιά εστίαση, καθώς και μικρό DOF λέγεται συχνά ρηχή εστίαση.


Το DOF ορίζεται από την απόσταση της μηχανής από το θέμα, την εστιακή απόσταση του φακού, το f-number και το μέγεθος του format ή το κριτήριο του κύκλου έκχυσης.


Για ένα δεδομένο μέγεθος format, σε μέτριες αποστάσεις, το DOF καθορίζεται από την μεγέθυνση και το f-number  του φακού. Για ένα δεδομένο f-number, είτε πλησιάσεις στο αντικείμενο είτε χρησιμοποιήσεις φακό με μεγαλύτερο DOF μειώνεται  το DOF. Μειώνοντας την μεγένθυση αυξάνεται το βάθος πεδίου. Για μια συγκεκριμένη μεγέθυνση του θέματος και αύξηση του f-number (μείωση στη διάμετρο του διαφράγματος) αυξάνεται το DOF. Μείωση του f-number σημαίνει μείωση στο DOF. Όταν η "ίδια εικόνα" έχει ληφθεί σε δύο διαφορετικά μεγέθη format από την ίδια απόσταση με τον ίδιο αριθμός  f με φακούς που δίνουν την ίδια οπτική γωνία,  η τελική εικόνα (π.χ., σε εκτυπώσεις, ή σε μια οθόνη προβολής ή ηλεκτρονική απεικόνιση) έχει το ίδιο μέγεθος, το μικρότερο format έχει μεγαλύτερο DOF.


Στη μακροφωτογραφία χρησιμοποιούμε μικρότερα βάθη
Πολλά μικρού format συστήματα DSLR επιτρέπουν τη χρήση ίδιων φακών και σε full-frame μηχανές  και σε cropped format . Αν η απόσταση του θέματος  προσαρμοστεί ώστε να παρέχει το ίδιο οπτικό πεδίο στο θέμα,στον ίδιο αριθμό f και το ίδιο τελικό μέγεθος εικόνας, το μικρότερο format έχει μεγαλύτερο DOF. Εικόνες του ίδιου θέματος και ίσης απόστασης και μεγέθυνση, έχουν το ίδιο DOF. Οι τελικές εικόνες, φυσικά, έχουν διαφορετικά μεγέθη.


Περικόπτοντας μια εικόνα και μεγεθύνοντας στο ίδιο μέγεθος με μια τελική εικόνα που λαμβάνεται στις ίδιες συνθήκες είναι σαν να χρησιμοποιείς μικρότερο format  υπό τις ίδιες συνθήκες, έτσι η περικομμένη εικόνα έχει μικρότερο DOF.


Όταν ρυθμιστεί η εστίαση στην υπερστιακή απόσταση, το DOF εκτείνεται από το ήμισυ της υπερεστιακής απόστασης μέχρι το άπειρο, και το DOF είναι το μεγαλύτερο δυνατό  για ένα συγκεκριμένο αριθμό f. Η έλευση της ψηφιακής τεχνολογίας στη φωτογραφία έχει παράσχει πρόσθετα μέσα στο να ελέγχει την ευκρίνεια της εικόνας. Ορισμένες μέθοδοι επιτρέπουν εκτεταμένο DOF που θα ήταν αδύνατο με τις παραδοσιακές τεχνικές, και μερικές επιτρέπουν το DOF που να καθοριστεί αφού ληφθεί η εικόνα.



Φαινόμενο του διαφράγματος



Οι νέοι φωτογράφοι καλό θα ήταν να γνωρίσετε αρχικά αυτό το φαινόμενο και να το χρησιμοποιήσετε πριν από κάθε άλλη τεχνική. Αυτό ορίζει ότι για μια δεδομένη απόσταση από το θέμα και για συγκεκριμένο θέμα το βάθος πεδίου ελέγχεται κυρίως από την διάμετρο του διαφράγματος. Παρατηρείται ότι ανεβάζοντας το f-number έχουμε πιο ευκρινείς εικόνες γιατί μικραίνει το διάφραγμα (f/4 είναι μεγαλύτερο κλάσμα του f/22). Έτσι σε τοπία χρησιμοποιούμε μεγαλύτερο f-number και σε πορτραίτα μικρότερο f-number.  


Μειονεκτήματα του μεγαλύτερου f-numnber είναι η μικρότερη έκθεση και η μεγαλύτερη διάθλαση (εμφάνιση νιφάδων φωτός).  Αυτά είναι που μας ορίζουν και τα ανώτατα όρια για την εκμετάλλευση του φαινομένου.


Παίζοντας με την έκθεση μπορούμε να δημιουργήσουμε  ενδιαφέρουσες εικόνες
Στη φωτογραφία, η έκθεση είναι η συνολική ποσότητα του φωτός που επιτρέπεται να πέσει στο φωτογραφικό μέσο (φωτογραφικό φιλμ ή αισθητήρα) κατά τη διάρκεια της λήψης μιας φωτογραφίας. Η έκθεση μετριέται σε δευτερόλεπτα lux (ειδική μονάδα), και μπορεί να υπολογιστεί από την τιμή της έκθεσης (EV) και την φωτεινότητα σε μια συγκεκριμένη περιοχή.

Στη φωτογραφική ορολογία, μια έκθεση αναφέρεται γενικά σε ένα άνοιγμα του κλείστρου (μονή έκθεση) . Για παράδειγμα: μια μεγάλη έκθεση αναφέρεται σε ένα παρατεταμένο άνοιγμα του κλείστρου ώστε να μπορέσουμε να συλλάβουμε αρκετό φως χαμηλής έντασης, ενώ μια πολλαπλή έκθεση θα ήταν μια σειρά από σχετικά σύντομα ανοίγματα του κλείστρου ώστε να συντεθεί μια φωτογραφία από μια σειρά εικόνων. Για την ίδια ταχύτητα φιλμ (ISO), οι συνολικές φωτομετρικές εκθέσεις (H) πρέπει να είναι παρόμοιες και στις δύο

περιπτώσεις.



Φωτομετρική και Ραδιομετρική έκθεση



Η φωτομετρική έκθεση ή φωτεινότητα είναι η συνολική ποσότητα της ενέργειας του ορατού φωτός (σταθμισμένη με τη λειτουργία φωτεινότητας) που προσπίπτει σε μία επιφάνεια κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρόνου έκθεσης. Ορίζεται ως εξής:



H=Et



όπου

H είναι η έκθεση (συνήθως σε δευτερόλεπτα lux)

E είναι η ένταση φωτισμού της εικόνας (συνήθως σε lux) και

t είναι ο χρόνος έκθεσης (δευτερόλεπτα)





H ραδιομετρική έκθεση,  μερικές φορές χρησιμοποιείται αντ' αυτού. Είναι το γινόμενο της ακτινοβολίας του κάδρου και του χρόνου, το συνολικό ποσό δηλαδή της ενέργειας του προσπίπτοντος φωτός ανά περιοχή. Εάν η μέτρηση προσαρμόζεται, ώστε να αφορά μόνο το φως που επιδρά με την φωτο-ευαίσθητη επιφάνεια, δηλαδή, αφού σταθμιστεί με την κατάλληλη φασματική ευαισθησία, η έκθεση εξακολουθεί να μετράται σε ραδιομετρικές μονάδες (τζάουλ ανά τετραγωνικό μέτρο), σε αντίθεση με  τις φωτομετρικές μονάδες (σταθμισμένες  με την ονομαστική ευαισθησία του ανθρώπινου ματιού). Μόνο αφού σταθμιστεί κατάλληλα το H μετρά την δραστική  ποσότητα του φωτός που προσπίπτει στο φιλμ, έτσι ώστε η χαρακτηριστική καμπύλη φωτεινότητας θα είναι σωστή ανεξάρτητα από το φάσμα του φωτός.

Πολλά φωτογραφικά υλικά είναι επίσης ευαίσθητα στο «αόρατο» φως, το οποίο μπορεί να είναι ενοχλητικό (θα δούμε  φίλτρο UV και IR φίλτρο), ή  ωφέλιμο (υπέρυθρες φωτογραφίες και φωτογραφία πλήρους φάσματος). Η χρήση του ραδιομετρική μονάδων κατάλληλη για να χαρακτηρίσει μια τέτοια ευαισθησία στο αόρατο φως.

Σε ευαισθησιομετρικά δεδομένα, όπως η χαρακτηριστική καμπύλη, η λογαριθμική έκθεση εκφράζεται ως log10 (H).



Σωστή έκθεση



Μεγαλύτερος χρόνος δίνει ένα ενδιαφέρον blur
"Σωστή" έκθεση μπορεί να οριστεί αυτή που επιτυγχάνει το αποτέλεσμα που επιθυμεί ο φωτογράφος.  Ο σκοπός προσαρμογής της έκθεσης (σε συνδυασμό με την προσαρμογή του φωτισμού) είναι να ελέγχει την ποσότητα του φωτός από το αντικείμενο που αφήνεται να πέσει στον αισθητήρα, έτσι ώστε να εμπίπτει στην αποδεκτή περιοχή της καμπύλης φωτεινότητας και δίνει ένα "σωστό" ή έστω επιθυμητό αποτέλεσμα.

Μια φωτογραφία μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπερεκτεθημένη όταν έχει μια απώλεια  λεπτομέρεια λεπτομερειών στις φωτεινές περιοχές, δηλαδή, όταν τα φωτεινά μέρη μιας εικόνας είναι όλα εντελώς λευκά. Μια φωτογραφία μπορεί να περιγραφεί ως υποεκτεθημένη όταν έχει την απώλεια της λεπτομέρειας στις σκιές, δηλαδή, τις σκοτεινές περιοχές όλες με ένα όμοιο μαύρο. Παρ΄όλα αυτά μια υποεκτεθημένη ή υπερεκτεθημένη εικόνα μπορεί να είναι "σωστή", δεδομένου ότι είναι αυτό που επιθυμεί ο φωτογράφος. Όταν κάποιοι σκόπιμα υπέρ- ή υπό-εκθέτουν (σε σχέση με ένα πρότυπο ή με την ενδεδειγμένη αυτόματη έκθεση της φωτογραφικής μηχανής) λέμε ότι "φωτογραφίζουν δεξιά» ή «φωτογραφίζουν αριστερά», αντίστοιχα, έκφραση που πηγάζει  από το ιστόγραμμα φωτεινότητας της εικόνας.



Χειροκίνητη έκθεση



Στη χειροκίνητη λειτουργία, ο φωτογράφος ρυθμίζει το διάφραγμα του φακού ή / και την ταχύτητα κλείστρου για να επιτευχθεί το επιθυμητό επίπεδο έκθεσης. Πολλοί φωτογράφοι επιλέγουν να ελέγχουν το διάφραγμα, διότι ανοίγοντας το (μικρότερο stop, μεγαλύτερο f/stop, μεγαλύτερο διάφραγμα) αυξάνεις την έκθεση, αλλά προσοχή μειώνεις επίσης το βάθος πεδίου. Αν επιλέξεις τη λύση μιας πιο αργής έκθεσης (μικρή ταχύτητα κλείστρου) αυξάνεις επίσης την έκθεση, αλλά αυξάνεις και την πιθανότητα  για motion blur (θόλωμα λόγω κίνησης). Ο υπολογισμούς της χειροκίνητης έκθεσης μπορεί να βασιστεί σε κάποια μέθοδο φωτομέτρησης χρησιμοποιώντας  το σύστημα APEX και / ή το ζωνικό σύστημα.



Αυτόματη έκθεση



Μια φωτογραφική μηχανή στην αυτόματη έκθεση (AE) την υπολογίζει αυτόματα και προσαρμόζει τις ρυθμίσεις έκθεσης, ώστε να ταιριάζει (όσο το δυνατόν) το μεσαίο γκρίζο  (18%γκρίζο) του θέματος με το μεσαίο της φωτογραφίας. Για τις περισσότερες φωτογραφικές μηχανές, αυτό σημαίνει τη χρήση ενός TTL φωτόμετρου στο σκάφος της  μηχανής.

Ο τρόπος λειτουργίας με προτεραιότητα  διαφράγματος δίνει τον έλεγχο του διαφράγματος στο φωτογράφο, ενώ η κάμερα αυτόματα ρυθμίζει την ταχύτητα του κλείστρου για την επίτευξη της επιθυμητής έκθεσης σύμφωνα με το μέτρο TTL. Η προτεραιότητα ταχύτητας κλείστρου σημαίνει έλεγχο της ταχύτητας, με αυτόματη αντιστάθμιση του διαφράγματος. Σε κάθε περίπτωση, το πραγματικό επίπεδο έκθεσης εξακολουθεί να καθορίζεται από φωτόμετρο της μηχανής.



Αντιστάθμιση έκθεσης



Ο σκοπός του φωτόμετρου είναι να επιτύχει τους μεσαίου τόνους, από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Για να γίνει αυτό κάνει μια σειρά από υποθέσεις, που μπορεί να είναι και λάθος. Αυτό σημαίνει πως ο φωτογράφος έχει ενεργό ρόλο και πρέπει να αποφασίσει αν θα υπό ή υπέρ εκθέσει.

Οι κάμερες με ενσωματωμένα φωτόμετρα διαθέτουν συνήθως μια ρύθμιση αντιστάθμισης της έκθεσης η οποία έχει ως σκοπό να επιτρέψει στο φωτογράφο να αντισταθμίσει απλώς το επίπεδο έκθεσης από την εκτίμηση του εσωτερικού μετρητή.  Συνήθως είναι, βαθμονομημένο σε stop, επίσης γνωστά ως μονάδες  EV, ένα "+1" αντιστάθμισης έκθεσης  υποδηλώνει ένα stop  περισσότερο (διπλάσια έκθεση δηλαδή)  και ένα  "-1", είναι ένα stop λιγότερο (η μισή έκθεση).

Η αντιστάθμιση έκθεσης είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε συνδυασμό με τη λειτουργία αυτόματης έκθεσης, καθώς επιτρέπει στον φωτογράφο να επιτύχει το επίπεδο έκθεσης χωρίς την προσφυγή σε χειροκίνητη έκθεση και χωρίς να χάσει την ευελιξία της αυτόματης έκθεσης.



Χρόνος Έκθεσης



Πρέπει να αναφέρουμε πως η σωστή έκθεση εξαρτάται και από την ευαισθησία του μέσου η οποία μετριέται στην κλίμακα ISO (International Organization for Standardization). Μικρότερο ISO σημαίνει ανάγκη για μεγαλύτερη έκθεση.

Μια  περίπου σωστή έκθεση για  μια ηλιόλουστη ημέρα χρησιμοποιώντας   ISO 100, είναι ένα διάφραγμα f/16 και ταχύτητα κλείστρου 1 / 100. Αυτό ονομάζεται κανόνας  sunny 16 και ορίζεται ως εξής: με ένα διάφραγμα f/16 σε ηλιόλουστη μέρα, μια κατάλληλη ταχύτητα κλείστρου θα είναι λίγο παραπάνω από την ταχύτητα ISO (ή το πλησιέστερο ισοδύναμο).



Αναμείνατε επόμενα άρθρα για την έκθεση αλλά μέχρι τότε μην ξεχνάτε ότι  μια σκηνή μπορεί να εκτεθεί με πολλούς τρόπους. Εξαρτάται από  το αποτέλεσμα που εσείς επιθυμείτε να μεταδώσετε.


Μια μονοπτική κάμερα καθρέπτη (DSLR) είναι μια μηχανή που χρησιμοποιεί ένα μηχανικό σύστημα καθρέφτη και ένα πεντάπρισμα για να κατευθύνει το φως στο πίσω μέρος της μηχανής όπου βρίσκεται ο αισθητήρας.

Για λόγους προεπισκόπησης ο καθρέφτης ανακλά το φως που έρχεται από το φακό προς τα επάνω με μια γωνία 90 μοιρών. Μετά ανακλάται τρεις φορές από το πεντάπρισμα της κορυφής το οποίο διορθώνει την εικόνα για να πάει στο μάτι του φωτογράφου. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης ο καθρέφτης κλειδώνει προς τα πάνω, και ο φωτοφράκτης ανοίγει για να επιτρέψουν στην κατάλληλη ποσότητα φωτός να αγγίξει τον αισθητήρα.  Ο φωτοφράκτης στο τέλος καλύπτει τον αισθητήρα  για να τερματίσει την έκθεση και ο καθρέπτης κατεβαίνει καθώς ο φωτοφράκτης επανέρχεται. Ο χρόνος που ο καθρέπτης είναι πάνω λέγεται και «μπλακουτ σκοπεύτρου». Ένας γρήγορος καθρέπτης και φωτοφράκτης είναι ότι καλύτερο για φωτογραφίες  χωρίς καθυστέρηση.

Αυτό γίνεται αυτόματα ακόμα και σε λίγα millisecond, ενώ υπάρχουν κάμερες που μπορούν να το κάνουν από 3 εως 10 φορές στο δευτερόλεπτο.
Οι DSLR προτιμούνται από τους επαγγελματίες λόγω  της ακριβούς προεπισκόπησης του κάδρου τη στιγμή της έκθεσης και επειδή υπάρχει τεράστια δυνατότητα εναλλαγής φακών. Πολλές από αυτές επίσης έχουν και προεπισκόπηση του βάθους πεδίου.

Θετικό για την επιλογή μιας DSLR είναι και το μεγάλο μέγεθος του αισθητήρα σε σχέση με μια compact μηχανή. Μεγάλη είναι και η ομοιότητα του με αυτόν μιας αναλογικής. Αυτό τον κάνει να έχει παρόμοιο βάθος πεδίου και γωνία λήψης με τα format του φιλμ.
Ο όρος DSLR  αναφέρεται σε μηχανές format 35mm, αλλά και μερικές μηχανές μεσαίου format είναι τεχνικά DSLR.

Διαφορά DSLR και point-and-shoot.

Η βασική διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δύο είναι στο σχεδιασμό του ανακλαστήρα, έτσι μια point-and-shoot εκθέτει μόνιμα τον αισθητήρα στο φως με αποτέλεσμα η οθόνη να μπορεί να αντικαταστήσει το σκόπετρο.

Σχεδιασμός DSLR

Μια SLR κάμερα χρησιμοποιεί τον καθρέπτη για να δείξει στον φωτογράφο το είδωλο. Στην εικόνα βλέπουμε πως ο καθρέπτης (2) ο οποίος βρίσκεται αυστηρά σε μια γωνία 45 μοιρών, ανακλά το φως αφού περάσει από ένα συγκεντρωτικό φακό(6)  πάνω στο πεντάπρισμα(7) το οποίο μεταφέρει καθαρή την εικόνα στον παρατηρητή(8) . Ο φακός εστιάζει συνήθως πατώντας το κουμπί λήψης μέχρι τη μέση, ο καθρέπτης κλειδώνει πάνω, ανοίγει ο φωτοφράκτης(3) και η εικόνα καταγράφεται στον αισθητήρα(4). Τέλος ο φωτοφράκτης κλείνει και ο καθρέπτης επανέρχεται.
Αυτή είναι μια υπεραπλουστευμένη παρουσίαση του διαφράγματος. Παραλείφθηκαν οι αισθητήρες που βοηθάν στην αυτόματη εστίαση. Βρίσκονται στο κάτω μέρος του κουτιού του καθρέφτη και συνήθως ο κυρίως καθρέφτης είναι ημιδιαφανής στο κέντρο για να αφήνει το φως σε ένα δευτερεύοντα που το ανακλά στους αισθητήρες προς τα κάτω.


Η μέθοδος autofocus των DSLR  είναι τύπου αναγνώρισης φάσεων. Είναι πολύ γρήγορη και μειώνει την αναμονή για το focus αλλά απαιτεί ειδικούς φακούς. Στις απλές ψηφιακές αυτό γίνεται με βάση την αναγνώριση του contrast, μέθοδος πολύ πιο αργή σε αρκετές περιπτώσεις.
Ανάλογα με την θέση του καθρέπτη το φως μπορεί να αγγίξει τον καθρέπτη ή τον αισθητήρα. Αυτό εμποδίζει το live preview αν και πολλές σύγχρονες DSLR το προσφέρουν.
Πλεονέκτημα του οπτικού σκοπεύτρου είναι ότι εξομαλύνει την παραμόρφωση σε σχέση με τους EVFs(Electronic View Finders), και ανά πάσα στιγμή σου δείχνει το ακριβές κάδρο που θα τραβήξεις. Δεν έχει δηλαδή την αναμονή απόκρισης της οθόνης μιας compact μηχανής.  Σημαντικό σε φωτογραφίες που η ταχύτητα του φωτογράφου είναι το ζητούμενο. Η ανάλυση της εικόνας είναι πολύ καλύτερη από μια οθόνη, γεγονός πολύ σημαντικό ειδικά στην μάκρο και μίκροφωτογραφία.
Μειονεκτήματα είναι ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η οθόνη για να δεις και να προσαρμόσεις τις εικόνες πριν τις τραβήξεις. Τέλος οι EVFs μπορούν να προσφέρουν καλύτερο preview σε σκοτεινές συνθήκες αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να δεις την οθόνη σε μεγάλη ηλιοφάνεια.


Η ψηφιακή φωτογραφική μηχανή είναι συσκευή η οποία καταγράφει εικόνες με ηλεκτρονικό τρόπο μέσω φωτοευαίσθητων αισθητήρων, σε αντίθεση με την συμβατική φωτογραφική μηχανή, η οποία καταγράφει εικόνες με χημικές και μηχανικές διαδικασίες. Οι περισσότερες ψηφιακές μηχανές μικρού μεγέθους (κόμπακτ) μπορούν, εκτός των φωτογραφιών, να καταγράψουν ήχο και ταινία βίντεο.

Οπτικό σύστημα

Η ψηφιακή και η συμβατική φωτογραφική μηχανή στηρίζονται εξ ίσου στις οπτικές ιδιότητες του φακού, με τον οποίο είναι εφοδιασμένες. Στην ψηφιακή μηχανή, χρησιμοποιείται για να συγκεντρώνει το φως στον αισθητήρα της μηχανής, ο οποίος το μετατρέπει σε ηλεκτρικό σήμα. Ο φακός είναι από τα πλέον καθοριστικά στοιχεία τόσο για την ευκρίνεια της τελικής εικόνας όσο και για τις φωτογραφικές δυνατότητες κάθε συσκευής. Ο συνδυασμός του διαφράγματος και του κλείστρου ελέγχει το ποσό φωτός που θα δεχτεί ο αισθητήρας (ρύθμιση έκθεσης), όπως και στις μηχανές με φιλμ.

Αισθητήρας

Ανάλογα με τον τρόπο μετατροπής του προσπίπτοντος φωτός σε ηλεκτρικό σήμα, οι αισθητήρες κατατάσσονται σε δύο τύπους: Αισθητήρες CMOS και αισθητήρες CCD.
Ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής της χρωματικής πληροφορίας, οι αισθητήρες των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών διακρίνονται σε:

Αισθητήρες με φίλτρο Bayer, τύπου RGB.  Χρησιμοποιείται στις περισσότερες ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές. Χαρακτηριστικό του είναι ότι μπροστά από κάθε υπο-αισθητήρα υπάρχει ένα κόκκινο ή πράσινο ή μπλέ (στα αγγλικά, Red, Green, Blue) φίλτρο. Τα φίλτρα είναι έτσι διατεταγμένα, ώστε η πρώτη σειρά να σχηματίζει πλέγμα υποαισθητήρων RGRGRGRG, η επόμενη GBGBGBGB κ.ο.κ. Ο λόγος που τοποθετούνται περισσότεροι ανιχνευτές για το πράσινο χρώμα σε σχέση με το κόκκινο και το μπλε είναι η καλύτερη προσέγγιση της ευαισθησίας του ανθρώπινου ματιού. Οι τελικές τιμές RGB για κάθε πίξελ στο αρχείο εικόνας παράγονται από μαθηματικό υπολογισμό (παρεμβολή), ο οποίος χρησιμοποιεί την πληροφορία του αντίστοιχου υπο-αισθητήρα αλλά και των γειτονικών του. Έτσι, κάθε πίξελ της παραγόμενης εικόνας περιέχει πλήρη χρωματική πληροφορία, παρόλο που το οπτικό φίλτρο, εμπρός από τον αντίστοιχο υπο-αισθητήρα, είναι μονοχρωματικό. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι αισθητήρες Bayer χρησιμοποιούν πάντοτε και οπτικό φίλτρο αντι-αλίασης (anti-aliasing filter), το οποίο μειώνει ελαφρά την αναλυτικότητα.
Αισθητήρες με φίλτρο Bayer, τύπου RGBE.  Άλλες ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, προσπαθώντας να δημιουργήσουν καλύτερο χρωματικό αποτέλεσμα, χρησιμοποιούν διαφορετική συστοιχία από φίλτρα Bayer, ώστε να μην επαναλαμβάνεται τόσο συχνά το πράσινο. Ένα τέτοιο φίλτρο είναι το RGBE όπου, πέρα από τα βασικά χρώματα, χρησιμοποιείται και το κυανό.
Αισθητήρες με 3 CCD.  Προκειμένου να έχουν καλύτερα αποτελέσματα, ορισμένες φωτογραφικές μηχανές χρησιμοποιούν 3 "μονόδρομους" CCD αισθητήρες. Αφού η εισερχόμενη στην μηχανή εικόνα διασπαστεί με την χρήση κάποιου πρίσματος, μετράται ξεχωριστά η ένταση κάθε βασικού χρώματος από τον καθορισμένο για αυτό το χρώμα αισθητήρα CCD.
Αισθητήρας Foveon X3.  Πρόκειται για μια ακόμη εναλλακτική μορφή αισθητήρα, ο οποίος χρησιμοποιεί έναν υπο-αισθητήρα τριών επιπέδων για το κάθε εικονοστοιχείο (πίξελ). Το κάθε επίπεδο παράγει ένα από τα τρία βασικά χρώματα RGB). Έτσι, ο υπο-αισθητήρας περιέχει ήδη την πλήρη χρωματική πληροφορία και δεν χρειάζεται η μαθηματική παρεμβολή που εφαρμόζεται στην έξοδο των αισθητήρων Bayer αλλά ούτε και το φίλτρο αντι-αλίασης.

Σε όλες τις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές που δεν προορίζονται για αστρονομική χρήση, ο αισθητήρας διαθέτει και ισχυρό φίλτρο υπερύθρων ακτίνων.
Από τα βασικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός αισθητήρα είναι ο αριθμός των υπο-αισθητήρων (και, επομένως, των πίξελ), που καλύπτουν την επιφάνειά του. Όμως, πρέπει να τονιστεί ότι ο αριθμός των πίξελ δεν είναι ποτέ, από μόνος του, ενδεικτικός της ανάλυσης (resolution) της παραγόμενης εικόνας, η οποία επηρεάζεται από το φακό, τον οπτικό θόρυβο (κόκκο) του αισθητήρα και την ποιότητα της επεξεργασίας που υφίσταται η εικόνα πριν την τελική αποθήκευσή της στην κάρτα μνήμης.

Οθόνη και σύστημα χειρισμού

Ενώ τα βασικότερα υποσυστήματα της ψηφιακής μηχανής είναι το οπτικό σύστημα και ο αισθητήρας της, δεν νοείται η έλλειψη οθόνης για την προεπισκόπηση (αγγλικά, preview) των φωτογραφιών και ενός δυνατού και εύχρηστου συστήματος χειρισμού της. Επίσης είναι απαραίτητες οι λειτουργίες επεξεργασίας της εικόνας και αυτόματης διόρθωσης προβλημάτων όπως ο οπτικός θόρυβος, καθώς και η δυνατότητα αποθήκευσης σε διάφορα φορμά εικόνας.

Η καρδιά όλων των παραπάνω λειτουργιών είναι ο μικροελεγκτής της μηχανής, ο οποίος περιέχει ισχυρό λογισμικό και δρα σε συνεργασία με κάποιο εξειδικευμένο ολοκληρωμένο (Application-Specific Integrated Circuit, ASIC) επεξεργασίας εικόνας. Οι εικόνες γράφονται προσωρινά σε πολύ γρήγορη μνήμη RAM, πριν τελικά αποθηκευτούν στην αφαιρούμενη κάρτα μνήμης, η οποία είναι σημαντικά πιο αργή. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται με σκοπό την αύξηση της ταχύτητας λήψης, η οποία φτάνει, στα επαγγελματικά μοντέλα DSLR, τις 5 φωτογραφίες ανά δευτερόλεπτο.

Τελικό αποτέλεσμα

Όταν η εικόνα καταγραφεί στην ψηφιακή μηχανή, είτε μεταφέρεται σε ηλεκτρονικό μέσο αποθήκευσης (προκειμένου να ελευθερωθεί ο χώρος αποθήκευσης της συσκευής) είτε εκτυπώνεται, με χρήση εκτυπωτή ή άλλης ανάλογης συσκευής, όπως ακριβώς και η παλαιότερη φωτογραφία. Το μεγάλο πλεονέκτημα της ψηφιακής εικόνας είναι ότι επιδέχεται επεξεργασία πολύ πιο εύκολα από την κοινή, κάτι που επιτυγχάνεται με τη χρήση ειδικού λογισμικού.

Πλεονεκτήματα

Τα πλεονεκτήματα της ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής είναι:
Χωρίς αλλαγή εξαρτημάτων, η ψηφιακή μηχανή μπορεί να έχει διαφορετική ευαισθησία στο φώς, ανάλογα με τη στάθμη ευαισθησίας (κλίμακα ISO) που επιλέγουμε. Στις μηχανές με φιλμ, αλλαγή στην ευαισθησία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αλλαγή του φιλμ.

Χωρίς αλλαγή εξαρτημάτων, η ψηφιακή μηχανή μπορεί να έχει διαφορετική χρωματική απόκριση (επιλογή white balance), ανάλογα με τη διαθέσιμη φωτεινή πηγή, ώστε το παραγόμενο αποτέλεσμα να είναι χρωματικά ουδέτερο ή να έχει την απόχρωση που επιθυμούμε. Στις μηχανές με φιλμ, δεν είναι δυνατή η τροποποίηση της χρωματικής απόκρισης παρά μόνο με ειδικά φιλμ ή, εν μέρει, μέσω πρόσθετων, και δύσχρηστων, οπτικών φίλτρων.

Η κάρτα μνήμης μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί πάρα πολλές φορές και δεν χρειάζεται ειδικές συνθήκες αποθήκευσης. Οι αποθηκευμένες εικόνες δεν επηρεάζονται από τα μηχανήματα ακτίνων X στα αεροδρόμια.

Η χωρητικότητα των καρτών μνήμης, όπου αποθηκεύονται οι εικόνες είναι πάρα πολύ μεγάλη. Έτσι μια ψηφιακή μηχανή, εφοδιασμένη με κάρτα υψηλής χωρητικότητας, μπορεί να χωρά πολύ περισσότερες φωτογραφίες από ένα φιλμ 35mm. Επιπλέον, οποιαδήποτε αποθηκευμένη εικόνα μπορεί να διαγραφεί εκ των υστέρων, κάτι που στην κοινή φωτογραφική μηχανή είναι αδύνατο.

Υπάρχουν αρκετοί σύγχρονοι οικιακοί εκτυπωτές οι οποίοι μπορούν να δώσουν από ικανοποιητική έως πολύ υψηλή ποιότητα τυπωμένης ψηφιακής φωτογραφίας. Αυτό είναι αδύνατο να γίνει με ερασιτεχνικό εξοπλισμό, για το έγχρωμο φιλμ τουλάχιστον.

Η ψηφιακή φύση της εικόνας διευκολύνει σε τεράστιο βαθμό την παραγωγή φτηνών πανομοιότυπων αντιγράφων, σε μεγάλη ποικιλία μέσων αποθήκευσης (CD, DVD, σκληρούς δίσκους, κάρτες μνήμης, διαδικτυακές βάσεις δεδομένων κ.α.). Αντίθετα, το αρνητικό φιλμ ναι μεν διατηρείται, αν φυλάσσεται σωστά, για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά η ποιότητα υποβαθμίζεται σε κάθε παραγωγή αντιγράφου. Επίσης, θα πρέπει να εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητα χημικών και μηχανημάτων για την εμφάνισή του στο μέλλον, κάτι που είναι αβέβαιο.

Η ενσωματωμένη οθόνη δίνει δυνατότητα στιγμιαίας προθέασης του αποτελέσματος. Αν ο φωτογράφος δεν είναι ικανοποιημένος, μπορεί να επαναλάβει τη φωτογράφιση, π.χ. με άλλες ρυθμίσεις έκθεσης, χρωματικής ισορροπίας, φλας κλπ. Αντίθετα στο φιλμ πρέπει να περιμένουμε την εμφάνισή του (εξαιρείται το φιλμ πολαρόιντ, το οποίο όμως δεν παρήγαγε υψηλής ποιότητας φωτογραφίες και το κόστος του ήταν υψηλό).

Ο ψηφιακός αισθητήρας εικόνας μπορεί, με ανάλογη υποβάθμιση της ποιότητας της παραγόμενης εικόνας, να έχει πολύ μικρές διαστάσεις, διευκολύνοντας την ενσωμάτωση σε άλλες συσκευές, όπως, π.χ. κινητά τηλέφωνα.

Εφόσον δεν υπάρχει φιλμ, δεν επηρεάζεται από την τυχαία είσοδο φωτός ή άλλης ακτινοβολίας στο εσωτερικό της.
Μπορεί να δημιουργήσει, ηλεκτρονικά, μεγέθυνση (zoom) χωρίς να διαθέτει ανάλογο φακό. Αυτή η δυνατότητα υποβαθμίζει σημαντικά την ποιότητα εικόνας και πρέπει να αποφεύγεται εν γένει (το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί εκ των υστέρων, κατά την επεξεργασία της εικόνας σε υπολογιστή).

Ο ίδιος αισθητήρας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη λήψη ταινίας βίντεο.

Μειονεκτήματα

Ο αισθητήρας κορέννυται πολύ γρήγορα σε υψηλές στάθμες φωτεινότητας, δίνοντας άχρηστη ("καμμένη") εικόνα (δεν πρόκειται για βλάβη, απλά απώλεια δεδομένων για τη συγκεκριμένη φωτογραφία). Έτσι, η συμπεριφορά του μοιάζει με αυτή του θετικού φιλμ (slide). Αυτό σημαίνει πως ο φωτογράφος πρέπει είναι πολύ προσεκτικός ώστε να αποφεύγει την υπερέκθεση τμημάτων τις φωτογραφίας του. Ευτυχώς, οι σύγχρονες μηχανές δίνουν πολλά βοηθήματα για να αποφευχθεί η υπερέκθεση κατά τη φωτογράφιση, όμως απαιτείται σημαντική εξοικείωση με τη μηχανή και τις βασικές φωτογραφικές έννοιες, προκειμένου να αξιοποιηθούν. Αντίθετα, το αρνητικό φιλμ έχει, ακόμη κι όταν υπερεκτεθεί, σημαντικά περιθώρια αποτύπωσης πληροφορίας.

Πολλά από τα πλεονεκτήματα του ψηφιακού μέσου (όπως η επεξεργασία και η εύκολη παραγωγή αντιγράφων) δεν μπορούν να αξιοποιηθούν από όσους δεν έχουν εξοικείωση με τη χρήση προσωπικού υπολογιστή (PC).

Στις μηχανές με μικρούς αισθητήρες (κατηγορίες κόμπακτ, σούπερ-κόμπακτ, καθώς και τα κινητά τηλέφωνα), η ποιότητα εικόνας (κόκκος, ευκρίνεια) είναι σημαντικά κατώτερη, και η δυνατότητα περαιτέρω επεξεργασίας περιορίζεται αισθητά λόγω της απουσίας της δυνατότητας παραγωγής αρχείων σε πρωτογενή (raw) μορφή.

Η οικιακή εκτύπωση είναι πάντοτε αρκετά ακριβή, αν συνυπολογιστεί το κόστος των μελανιών και του ειδικού χαρτιού, η δε διάρκεια ζωής της εκτυπωμένης φωτογραφίας δεν είναι μεγάλη, αν δεν ληφθούν μέτρα προφύλαξης, όπως η τοποθέτηση σε άλμπουμ. Η διάρκεια ζωής είναι σημαντικά μεγαλύτερη όταν ο εκτυπωτής είναι θερμικός ή χρησιμοποιεί μη υδατοδιαλυτές μελάνες (pigment-based). Αυτά τα προβλήματα δεν υπάρχουν στην εκτύπωση από επαγγελματικά μηχανήματα, τα οποία συχνά χρησιμοποιούνται και για την εκτύπωση από φιλμ.

Στις ψηφιακές μηχανές με εναλλάξιμους φακούς (όπως οι DSLR), συχνά επικάθεται σκόνη πάνω στον αισθητήρα, με ορατό αποτέλεσμα, ειδικά όταν χρησιμοποιούνται μικρά διαφράγματα. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται εν μέρει με προσεκτικό χειρισμό κατά την αλλαγή φακού και περιστασιακό καθάρισμα του αισθητήρα (όποτε αυτό είναι αναγκαίο). Σε πολλά καινούρια μοντέλα, υπάρχει ενσωματωμένος μηχανισμός αυτόματου καθαρισμού του αισθητήρα.

Μεγάλοι κατασκευαστές

Canon
Nikon
Sony
Fuji
Panasonic
Pentax
Olympus
Hewlett-Packard (HP)
Kodak

Πηγή: Wikipedia


Δημοφιλείς αναρτήσεις

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Buy t-shirts

Social Networks

Twitter Flickr Facebook

[To]PICs